τείνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
τείνω < αρχαία ελληνική τείνω < πρωτοελληνική teňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ten-ye- of *ten- (τείνω)
Ρήμα
τείνω (παθητική φωνή: τείνομαι)
- απλώνω, τεντώνω
- ↪ του έτεινε το χέρι σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης
- έχω την τάση· για φαινόμενα που βαθμιαία εξελίσσονται προς μία ορισμένη κατεύθυνση
- ↪ αυτή η συνήθεια τείνει να γίνει μόδα
- κλίνω προς κάτι, όπως μία άποψη
- ↪ Τι λες για τις δικαιολογίες του Νίκου; - Τείνω να τον πιστέψω
- αποβλέπω, αποσκοπώ σε κάτι
- ↪ Οι προσπάθειές μου έτειναν να τον πείσουν να…
- (μαθηματικά) έχω ως όριο, προσεγγίζω προς μια ορισμένη τιμή χωρίς να την φτάνω
- ↪ όταν το x τείνει προς το 0, τότε το 1/|x| τείνει προς το συν άπειρο
Σύνθετα
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
Πηγές
- τείνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.