accent
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| accent | accents |
accent (en)
- η προφορά, ο τόνος της φωνής, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιας περιοχής
- ↪ She speaks English with an American accent.
- Μιλάει Αγγλικά με αμερικανική προφορά.
- ↪ His accent gave him away.
- Τον πρόδωσε ο τόνος της φωνής του.
- ↪ She speaks English with an American accent.
- ο τόνος, η έμφαση που πρέπει να δώσω σε μέρος μιας λέξης όταν τη λέω
- ο τόνος, το τονικό σημάδι στη γραφή
- ↪ There were three accents in Ancient Greek: the acute, the grave, and the circumflex.
- Οι τόνοι της αρχαίας ελληνικής είναι τρεις: η οξεία, η βαρεία και η περισπωμένη.
- ↪ There were three accents in Ancient Greek: the acute, the grave, and the circumflex.
- (μουσική) ο τονισμός ενός τμήματος του μέτρου ή ενός ιδιαίτερου μέρους μιας μελωδίας
Ρήμα
| ενεστώτας | accent |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | accents |
| αόριστος | accented |
| παθητική μετοχή | accented |
| ενεργητική μετοχή | accenting |
accent (en)
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| accent | accents |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ak.sɑ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
accent (fr) αρσενικό
- ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιάς περιοχής
- η προφορά
- l’accent du Midi - η προφορά της Νότιας Γαλλίας
- accent national - εθνική προφορά
- accent anglais, italien, espéranto - αγγλική, ιταλική, εσπεραντική προφορά
- (γλωσσολογία) ο τόνος, το τονικό σημάδι στις λέξεις
- (μουσική) ο τονισμός ενός ιδιαίτερου μέρους μιας μελωδίας μέσω της αύξησης της έντασης ενός φθόγγου ή της διάρκειάς του
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.