pitch

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pitch pitches

pitch (en)

  1. το γήπεδο
  2. το κατράμι, πίσσα
  3. ο τόνος, η τονικότητα
    in high/low pitch: σε υψηλή/χαμηλή τονικότητα
  4. πρόνευση, προνευστασμός*, (λαϊκότροπο: σκαμπανέβασμα)
    Αντώνυμα: roll, rolling → διατοίχιση, διατοιχισμός, (λαϊκότροπα: μπότζι, σάλος)
    Αντώνυμα: yaw, yawing → (ναυσιπλοΐα) στροφική οριζόντια κίνηση, στροφική οριζόντια ταλάντωση, περιστροφή γύρω από κατακόρυφο άξονα· (αεροναυπηγική) κλίση, πλαγιολίσθηση πτέρυγας, εκτροπή πτέρυγας, περιστροφή γύρω από κατακόρυφο άξονα, ταλάντευση αριστερά-δεξιά επί της ευθείας/γραμμής πορείας, ταλάντευση αριστερά-δεξιά επί της ευθείας/γραμμής διεύθυνσης
  5. μονόλογος πλασιέ, διαφημιστική ομιλία και παρουσίαση, ομιλία πωλητή όταν σε "ψήνει" ν' αγοράσεις κάτι
  6. (μεταφορά από την σημασία «μονόλογος πλασιέ») "ψήσιμο" γκόμενας
  7. κλυδωνισμός
  8. ρίψη, βολή
  9. κλίση οροφής

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • bring (something/somebody) to fever pitch
  • pitch a fit
  • pitch a yarn
  • queer one's pitch

Πολυλεκτικοί όροι

  • elevator pitch
  • football pitch
  • soccer pitch
  • fever pitch
  • high pitch
  • low pitch
  • perfect pitch
  • pitch and putt
  • pitch black
  • pitch dark
  • pitch pipe
  • pitched battle
  • rugby pitch
  • sales pitch

Ρήμα

ενεστώτας pitch
γ΄ ενικό ενεστώτα pitches
αόριστος pitched
παθητική μετοχή pitched
ενεργητική μετοχή pitching

pitch (en)

  1. πετάω, ρίχνω
  2. (αμετάβατο) πετάω βαριά σε ιδιαίτερη κατεύθυνση
    He tripped on a root and pitched forward.
    Σκόνταψε σε μια ρίζα κι έπεσε με το κεφάλι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fall
  3. (μεταφορικά) κάνω μία προσφορά, τσιμπάω
  4. (για πλοίο) κλυδωνίζομαι, σκαμπανεβάζω
  5. στήνω (π.χ. σκηνή)
  6. ρυθμίζω τον τόνο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.