παλμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλμός οι παλμοί
      γενική του παλμού των παλμών
    αιτιατική τον παλμό τους παλμούς
     κλητική παλμέ παλμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλμός < αρχαία ελληνική παλμός < πάλλω

Ουσιαστικό

παλμός αρσενικό

  1. η κίνηση που γίνεται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
     συνώνυμα: δόνηση, κραδασμός
  2. ο σφυγμός
  3. (μεταφορικά) ο ενθουσιασμός και η ζωντάνια που χαρακτηρίζουν μια ενέργεια
  4. (αθλητισμός) ο τρόπος προετοιμασίας και εκτέλεσης μιας ρίψης ακοντίου, σφαίρας, σφύρας κ.λπ.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παλμός οἱ παλμοί
      γενική τοῦ παλμοῦ τῶν παλμῶν
      δοτική τῷ παλμ τοῖς παλμοῖς
    αιτιατική τὸν παλμόν τοὺς παλμούς
     κλητική ! παλμέ παλμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παλμώ
γεν-δοτ τοῖν  παλμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλμός < πάλλω

Ουσιαστικό

παλμός αρσενικό

  1. παλμός, έντονη παλινδρομική κίνηση
  2. σφυγμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.