παράτονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παράτονος | η | παράτονη | το | παράτονο |
| γενική | του | παράτονου | της | παράτονης | του | παράτονου |
| αιτιατική | τον | παράτονο | την | παράτονη | το | παράτονο |
| κλητική | παράτονε | παράτονη | παράτονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παράτονοι | οι | παράτονες | τα | παράτονα |
| γενική | των | παράτονων | των | παράτονων | των | παράτονων |
| αιτιατική | τους | παράτονους | τις | παράτονες | τα | παράτονα |
| κλητική | παράτονοι | παράτονες | παράτονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παράτονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράτονος < παρά- + τόνος < τείνω
Επίθετο
παράτονος, -η, -ο
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | παράτονος | τὸ | παράτονον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | παρατόνου | τοῦ | παρατόνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | παρατόνῳ | τῷ | παρατόνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | παράτονον | τὸ | παράτονον | ||
| κλητική ὦ! | παράτονε | παράτονον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | παράτονοι | τὰ | παράτονᾰ | ||
| γενική | τῶν | παρατόνων | τῶν | παρατόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | παρατόνοις | τοῖς | παρατόνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | παρατόνους | τὰ | παράτονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | παράτονοι | παράτονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρατόνω | τὼ | παρατόνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρατόνοιν | τοῖν | παρατόνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
παράτονος, -ος, -ον
- που κρέμεται στο πλάι, τεντωμένος δίπλα
- (για ήχο)
- (γλώσσα) που ακούγεται λανθασμένα, άσχημα
- (μουσική) δοξαριά που ακούγεται λανθασμένη
Πηγές
- παράτονος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράτονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.