stress

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
stress stresses

stress (en)

  1. η καταπόνηση
  2. το άγχος
  3. η έμφαση, η υπερτόνιση

Ρήμα

ενεστώτας stress
γ΄ ενικό ενεστώτα stresses
αόριστος stressed
παθητική μετοχή stressed
ενεργητική μετοχή stressing

stress (en)

  1. καταπονώ
  2. υπογραμμίζω, υπερτονίζω, δίνω έμφαση, επισημαίνω
     συνώνυμα: emphasize



Γαλλικά (fr)

ενικός πληθυντικός
stress stress

Ουσιαστικό

stress (fr) αρσενικό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.