τονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τονισμός οι τονισμοί
      γενική του τονισμού των τονισμών
    αιτιατική τον τονισμό τους τονισμούς
     κλητική τονισμέ τονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τονισμός < μεσαιωνική ελληνική τονισμός[1] < ελληνιστική κοινή τονίζω < αρχαία ελληνική τόνος < τείνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική accentuation[2])

Ουσιαστικό

τονισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. τονισμός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. τονισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.