θύννος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θύννος | οι | θύννοι |
| γενική | του | θύννου | των | θύννων |
| αιτιατική | τον | θύννο | τους | θύννους |
| κλητική | θύννε | θύννοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θύννος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θύννος. Δείτε και το μεσαιωνικό θύννα (θηλυκό)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θύν‐νος
Μεταφράσεις
θύννος
|
→ δείτε τη λέξη τόννος |
Πηγές
- θύννος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θύννος | οἱ | θύννοι |
| γενική | τοῦ | θύννου | τῶν | θύννων |
| δοτική | τῷ | θύννῳ | τοῖς | θύννοις |
| αιτιατική | τὸν | θύννον | τοὺς | θύννους |
| κλητική ὦ! | θύννε | θύννοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θύννω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θύννοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θύννος < πιθανόν προέλευσης από τη χαναανική . Συγγενή: ουγκαριτική tnn (δράκος), αρχαία εβραϊκή תַּנִּין (tannīn, τέρας της θάλασσας, κροκόδειλος).[1][2]
Ουσιαστικό
θύννος αρσενικό (θηλυκό θύννα)
- ο τόννος (το ψάρι)
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Θύννος και δελφίς
- Θύννος διωκόμενος ὑπὸ δελφῖνος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος, ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν, ἔλαθεν ὑπὸ σφοδρᾶς ὁρμῆς ἐκβρασθεὶς εἴς τινα ἠϊόνα.
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Θύννος και δελφίς
Συγγενικά
- ἀποθυννίζω
- θύνναξ
- θυνναῖος
- θυννάς
- θυννάζω
- θυννευτικός
- θυννίς
- θυννίτης
- θυννίζω
- θυννοκέφαλος
- θυννολογέω, ῶ
- θυννοθήρας
- θυννοσκοπεῖον
- θυννοσκοπέω, ῶ
- θυννοσκοπία
- θυννοσκόπος
- θυννώδης
→ και δείτε τη λέξη θύνω (σπεύδω, ορμώ)
Αναφορές
- Rafał Rosół, Frühe Semitische Lehnwörter im Griechischen, Peter Lang, Φραγκφούρτη, 2013, σελ. 17.
- θύννος σελ. 564 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- θύννος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θύννος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.