ρυμούλκηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρυμούλκηση | οι | ρυμουλκήσεις |
| γενική | της | ρυμούλκησης* | των | ρυμουλκήσεων |
| αιτιατική | τη | ρυμούλκηση | τις | ρυμουλκήσεις |
| κλητική | ρυμούλκηση | ρυμουλκήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ρυμουλκήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.