τυφλόμυγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυφλόμυγα οι τυφλόμυγες
      γενική της τυφλόμυγας
    αιτιατική την τυφλόμυγα τις τυφλόμυγες
     κλητική τυφλόμυγα τυφλόμυγες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυφλόμυγα < τυφλ(ός) + -ό- + μύγα, πιθανόν μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική mosca cieca[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /tiˈflo.mi.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυφλόμυγα

Ουσιαστικό

τυφλόμυγα θηλυκό

  • παιδικό παιχνίδι κατά τη διάρκεια του οποίου δένονται τα μάτια ενός παίκτη μ’ ένα μαντίλι, κι αυτός προσπαθεί να πιάσει κάποιον συμπαίκτη του και με ψηλάφιση να τον αναγνωρίσει
      Έξω στις αλάνες παίζαμε με τα γειτονόπουλα την τυφλόμυγα, τη μακριά γαϊδούρα, το κουτσό ή τα πεντόβολα. (Γιάννης Καιροφύλας, Αναμνήσεις ενός Αθηναίου)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.