τυφλόμυγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τυφλόμυγα | οι | τυφλόμυγες |
| γενική | της | τυφλόμυγας | — | |
| αιτιατική | την | τυφλόμυγα | τις | τυφλόμυγες |
| κλητική | τυφλόμυγα | τυφλόμυγες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τυφλόμυγα < τυφλ(ός) + -ό- + μύγα, πιθανόν μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική mosca cieca[1]
Ουσιαστικό
τυφλόμυγα θηλυκό
- παιδικό παιχνίδι κατά τη διάρκεια του οποίου δένονται τα μάτια ενός παίκτη μ’ ένα μαντίλι, κι αυτός προσπαθεί να πιάσει κάποιον συμπαίκτη του και με ψηλάφιση να τον αναγνωρίσει
- ※ Έξω στις αλάνες παίζαμε με τα γειτονόπουλα την τυφλόμυγα, τη μακριά γαϊδούρα, το κουτσό ή τα πεντόβολα. (Γιάννης Καιροφύλας, Αναμνήσεις ενός Αθηναίου)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τυφλόμυγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
