αόμματος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αόμματος η αόμματη το αόμματο
      γενική του αόμματου της αόμματης του αόμματου
    αιτιατική τον αόμματο την αόμματη το αόμματο
     κλητική αόμματε αόμματη αόμματο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αόμματοι οι αόμματες τα αόμματα
      γενική των αόμματων των αόμματων των αόμματων
    αιτιατική τους αόμματους τις αόμματες τα αόμματα
     κλητική αόμματοι αόμματες αόμματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αόμματος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀόμματος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈo.ma.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αόμματος

Επίθετο

αόμματος, -η, -ο

  1. αυτός που δεν έχει μάτια
      1956 Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, Τόμος Α'
    Πολλές φορές ὁ Ρούσης συνήθιζε, ὅταν συνομιλοῦσε, νά κλείνει τά μάτια. Τότε μόνον μποροῦσες νά καταλάβεις τήν ὑψίστη ἐκφραστική τους ἔξαρση, βλέποντας τό πόσο ἐκφραστική ἦταν ἡ ἀόμματη μορφή.
  2. αυτός που δεν μπορεί να δει
     συνώνυμα: τυφλός

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.