τυφλοσούρτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυφλοσούρτης οι τυφλοσούρτες
      γενική του τυφλοσούρτη των τυφλοσουρτών
    αιτιατική τον τυφλοσούρτη τους τυφλοσούρτες
     κλητική τυφλοσούρτη τυφλοσούρτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυφλοσούρτης < τυφλός τυφλο- + σούρτης (< σούρνω < σύρω)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.floˈsuɾ.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυφλοσούρτης

Ουσιαστικό

τυφλοσούρτης αρσενικό

  1. οδηγός / βοήθημα με πρακτικές λύσεις, βήμα προς βήμα, που απευθύνεται σε ερασιτέχνες ή άπειρους
      Ήθελαν να γράψουν σε δεσπότη, σε ηγεμόνα, σε δάσκαλο, σε έμπορο: Άνοιγαν τον τυφλοσούρτη τους κι εύρισκαν έτοιμο το γράμμα. Το αντιγράφανε ή το τροποποιούσαν λίγο σύμφωνα με τη δική τους περίπτωση και το ‘στελναν (books.google Γεώργιος Βαλέτας (1982) Της Ρωμιοσύνης. Κριτική. Μελετήματα. σελ.395.
     συνώνυμα: τσελεμεντές
  2. (οικείο, μειωτικό) σχολικό βοήθημα με έτοιμες τις απαντήσεις στα προβλήματα των σχολικών βιβλίων, χωρίς όμως να τον βοηθά να αναπτύξει κριτική σκέψη
  3. (συνεκδοχικά) υποτιμητικός χαρακτηρισμός για οποιοδήποτε οδηγό που ακολουθεί κανείς «στα τυφλά», χωρίς να εξασκήσει την κρίση του
  4. (σπάνιο, παλαιότερο) ονομασία για το λαούτο, στην παραδοσιακή ελληνική μουσική, γιατί βοηθούσε το όργανο το οποίο συνόδευε (βιολί ή κλαρίνο) να μη χάσει το ρυθμό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.