στα τυφλά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις στα, τυφλό και τυφλός (κυριολεκτικά: με τυφλό τρόπο)

Έκφραση

  1. χωρίς να βλέπω
  2. χωρίς να ξέρω, στην τύχη
     συνώνυμα: στα κουτουρού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.