διαμπερής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαμπερής | η | διαμπερής | το | διαμπερές |
| γενική | του | διαμπερούς* | της | διαμπερούς | του | διαμπερούς |
| αιτιατική | τον | διαμπερή | τη | διαμπερή | το | διαμπερές |
| κλητική | διαμπερή(ς) | διαμπερής | διαμπερές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαμπερείς | οι | διαμπερείς | τα | διαμπερή |
| γενική | των | διαμπερών | των | διαμπερών | των | διαμπερών |
| αιτιατική | τους | διαμπερείς | τις | διαμπερείς | τα | διαμπερή |
| κλητική | διαμπερείς | διαμπερείς | διαμπερή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαμπερής < αρχαία ελληνική διαμπερής
Επίθετο
διαμπερής, -ής, -ές
- που περνάει από τη μία άκρη μέχρι την άλλη
- ο ασθενής φέρει διαμπερές τραύμα από πυροβόλο όπλο
- (συνεκδοχικά) που έχει ανοίγματα σε δύο απέναντι πλευρές, επιτρέποντας, με αυτόν τον τρόπο, τη δίοδο του αέρα ή υγρού από τη μία πλευρά στην άλλη
- ενοικιάζεται διαμπερής κατοικία ευάερη και ευήλια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | διαμπερής | τὸ | διαμπερές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | διαμπεροῦς | τοῦ | διαμπεροῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | διαμπερεῖ | τῷ | διαμπερεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | διαμπερῆ | τὸ | διαμπερές | ||
| κλητική ὦ! | διαμπερές | διαμπερές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | διαμπερεῖς | τὰ | διαμπερῆ | ||
| γενική | τῶν | διαμπερῶν | τῶν | διαμπερῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | διαμπερέσῐ(ν) | τοῖς | διαμπερέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | διαμπερεῖς | τὰ | διαμπερῆ | ||
| κλητική ὦ! | διαμπερεῖς | διαμπερῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαμπερεῖ | τὼ | διαμπερεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαμπεροῖν | τοῖν | διαμπεροῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
διαμπερής < διά + ἀμπείρω < ἀναπείρω < πείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Επίθετο
διαμπερής, -ής, -ές
- που διαπερνάει, που περνάει από τη μία άκρη μέχρι την άλλη, διαπεραστικός
- δριμύς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.