εκτυφλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτυφλωτικός | η | εκτυφλωτική | το | εκτυφλωτικό |
| γενική | του | εκτυφλωτικού | της | εκτυφλωτικής | του | εκτυφλωτικού |
| αιτιατική | τον | εκτυφλωτικό | την | εκτυφλωτική | το | εκτυφλωτικό |
| κλητική | εκτυφλωτικέ | εκτυφλωτική | εκτυφλωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτυφλωτικοί | οι | εκτυφλωτικές | τα | εκτυφλωτικά |
| γενική | των | εκτυφλωτικών | των | εκτυφλωτικών | των | εκτυφλωτικών |
| αιτιατική | τους | εκτυφλωτικούς | τις | εκτυφλωτικές | τα | εκτυφλωτικά |
| κλητική | εκτυφλωτικοί | εκτυφλωτικές | εκτυφλωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
εκτυφλωτικός
- που τυφλώνει, συνήθως από το πολύ φως, από την υπερβολική λάμψη
- Ένας χειμωνιάτικος εκτυφλωτικός ήλιος είχε σταθεί στο ...
- Πάνω άπό τό ευρύχωρο πλατύσκαλο άναβε ακόμη ένας εκτυφλωτικός πολυέλαιος
- Ό καπνός τών ξύλων άπέπνιγεν όλο τό διαμέρισμα, πυκνός, εκτυφλωτικός
- Η Κόλινς χτύπησε τον Ντάνι στο πίσω μέρος του κεφαλιού με το γκλοκ. Ένας εκτυφλωτικός πόνος, μια λάμψη στα μάτια του
- (μεταφορικά) εκπληκτικός
- Η σύζυγος του τον υποδέχτηκε με την πιο εκτυφλωτική της ζωντάνια
- εκτυφλωτική ομορφιά
Συνώνυμα
Παράγωγα
- εκτυφλωτικά (επίρρημα)
Αναφορές
- εκτυφλωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.