τυφλοκομεῖον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | τυφλοκομεῖον | τὰ | τυφλοκομεῖα | ||||
| γενική | τοῦ | τυφλοκομείου | τῶν | τυφλοκομείων | ||||
| δοτική | τῷ | τυφλοκομείῳ | τοῖς | τυφλοκομείοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | τυφλοκομεῖον | τὰ | τυφλοκομεῖα | ||||
| κλητική ὦ! | τυφλοκομεῖον | τυφλοκομεῖα | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- τυφλοκομεῖον (μαρτυρείται από το 1853)[1] → δείτε τυφλοκομείο & τo μεσαιωνικό τυφλοκομεῖον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.flo.koˈmi.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐φλο‐κο‐μεῖ‐ον
Ουσιαστικό
τυφλοκομεῖον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) τυφλοκομείο
- → δείτε παράθεμα στο τυφλοκομείο για την παλιά ονομασία του Οφθαλμιατρείου Αθηνών
Αναφορές
- σελ. 1020, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- τυφλοκομεῖον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.