ślepy

Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

ślepy < πρωτοσλαβική *slěpъ

Προφορά

 

Επίθετο

ślepy (pl)

  1. τυφλός
    • που δεν μπορεί να δει
    • (μεταφορικά) που δεν δίνει σημασία στο περιβάλλον
    • που δεν έχει έξοδο, όχι διαμπερής

Πολυλεκτικοί όροι

  • ślepa ulicza
  • ślepy zaułek

Εκφράσεις

  • miłość jest ślepa

Παροιμίες

  • trafiło się ślepej kurze ziarno

Ουσιαστικό

ślepy (pl) αρσενικό

  1. τυφλός

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.