τοπογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τοπογραφία | οι | τοπογραφίες |
| γενική | της | τοπογραφίας | των | τοπογραφιών |
| αιτιατική | την | τοπογραφία | τις | τοπογραφίες |
| κλητική | τοπογραφία | τοπογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοπογραφία < ελληνιστική κοινή τοπογραφία (περιγραφή ορίων χώρας) (αρχαία ελληνική τόπος, τοπο- + -γραφία, γράφω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική topographie[1] [2] ή από την αγγλική topography[2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /to.po.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐πο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
τοπογραφία θηλυκό
- η μορφή και τα (φυσικά ή τεχνητά) χαρακτηριστικά ενός τόπου
- (κατ’ επέκταση) η απεικόνιση αυτής της μορφής (με τρόπο ανάγλυφο και σε κλίμακα) σε χάρτη
- (κατ’ επέκταση) η επιστήμη που ασχολείται μ’ αυτήν την απεικόνιση και τη δημιουργία των σχετικών χαρτών
- (μεταφορικά) η περιγραφή με λεπτομερειακό τρόπο και η ερμηνεία / ανάλυση των χαρακτηριστικών ενός συνόλου (κοινωνία κ.λπ.)
Πολυλεκτικοί όροι
- τοπογραφία κερατοειδούς: (ιατρική) απεικονιστική εξέταση των χαρακτηριστικών της καμπύλης του κερατοειδούς χιτώνα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τοπογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τοπογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τοπογραφίᾱ | αἱ | τοπογραφίαι |
| γενική | τῆς | τοπογραφίᾱς | τῶν | τοπογραφιῶν |
| δοτική | τῇ | τοπογραφίᾳ | ταῖς | τοπογραφίαις |
| αιτιατική | τὴν | τοπογραφίᾱν | τὰς | τοπογραφίᾱς |
| κλητική ὦ! | τοπογραφίᾱ | τοπογραφίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τοπογραφίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τοπογραφίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοπογραφία < αρχαία ελληνική τόπος, τοπο- + -γραφία, γράφω
Πηγές
- τοπογραφία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.