περιγραφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιγραφή | οι | περιγραφές |
| γενική | της | περιγραφής | των | περιγραφών |
| αιτιατική | την | περιγραφή | τις | περιγραφές |
| κλητική | περιγραφή | περιγραφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιγραφή < αρχαία ελληνική περιγραφή
Ουσιαστικό
περιγραφή θηλυκό
- η λεπτομερειακή απόδοση με προφορικό ή γραπτό λόγο μιας εικόνας, μορφής ή ενός γεγονότος
- η αφήγηση, η εξιστόρηση
- (γεωμετρία) η εγγραφή ενός σχήματος γύρω από κάποιο άλλο, ώστε η περιφέρεια του δεύτερου να εφάπτεται στην περιφέρεια του πρώτου
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
περιγραφή
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
περιγραφή θηλυκό
- το περίγραμμα, η εξωτερική γραμμή που περικλείει ένα σχήμα
- περιφέρεια, περιοχή
- περιορισμός
- εξαπάτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.