σεληνοτοπογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σεληνοτοπογράφος | οι | σεληνοτοπογράφοι |
| γενική | του | σεληνοτοπογράφου | των | σεληνοτοπογράφων |
| αιτιατική | τον | σεληνοτοπογράφο | τους | σεληνοτοπογράφους |
| κλητική | σεληνοτοπογράφε | σεληνοτοπογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεληνοτοπογράφος < σεληνοτοπογραφία + -ος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σεληνοτοπογραφία
Μεταφράσεις
σεληνοτοπογράφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.