φυσικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φυσικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου φυσικός

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.siˈka/

Επίρρημα

φυσικά

  1. βεβαίως, ασφαλώς
    Φυσικά και τον χώρισε, αφού την απατούσε, έπαιζε τζόγο και από πάνω την έδερνε
  2. αυτονόητα
    Φυσικά και δεν παίζουμε με αληθινά πολυβόλα παιδί μου!
  3. με φυσικότητα, ειλικρίνεια, απροσποίητα
    Είπε το ψέμα τόσο φυσικά που όλοι τον πίστεψαν

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φυσικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.