φυσικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φυσικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου φυσικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.siˈka/
Επίρρημα
φυσικά
- βεβαίως, ασφαλώς
- Φυσικά και τον χώρισε, αφού την απατούσε, έπαιζε τζόγο και από πάνω την έδερνε
- αυτονόητα
- Φυσικά και δεν παίζουμε με αληθινά πολυβόλα παιδί μου!
- με φυσικότητα, ειλικρίνεια, απροσποίητα
- Είπε το ψέμα τόσο φυσικά που όλοι τον πίστεψαν
Σημειώσεις
- Τα "Φυσικά" είναι έργο του Αριστοτέλη.
Μεταφράσεις
φυσικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.