απεικόνιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απεικόνιση | οι | απεικονίσεις |
| γενική | της | απεικόνισης* | των | απεικονίσεων |
| αιτιατική | την | απεικόνιση | τις | απεικονίσεις |
| κλητική | απεικόνιση | απεικονίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απεικονίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απεικόνιση < απεικονίζω + -ση
Ουσιαστικό
απεικόνιση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του απεικονίζω
- (μαθηματικά) η συνάρτηση
- (πληροφορική, προγραμματισμός) view: το τμήμα του προγράμματος που όταν λειτουργεί είναι ορατό και με το οποίο αλληλεπιδρά ο χρήστης
- ↪ Κάθε απεικόνιση έχει σχεδιαστεί ώστε να μην γεμίζει την οθόνη με άχρηστες πληροφορίες
- ≈ συνώνυμα: προβολή
- → δείτε τη λέξη διεπαφή χρήστη
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις απεικονίζω και εικόνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.