απεικόνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεικόνιση οι απεικονίσεις
      γενική της απεικόνισης* των απεικονίσεων
    αιτιατική την απεικόνιση τις απεικονίσεις
     κλητική απεικόνιση απεικονίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απεικονίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απεικόνιση < απεικονίζω + -ση

Ουσιαστικό

απεικόνιση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του απεικονίζω
  2. (μαθηματικά) η συνάρτηση
  3. (πληροφορική, προγραμματισμός) view: το τμήμα του προγράμματος που όταν λειτουργεί είναι ορατό και με το οποίο αλληλεπιδρά ο χρήστης
    Κάθε απεικόνιση έχει σχεδιαστεί ώστε να μην γεμίζει την οθόνη με άχρηστες πληροφορίες
     συνώνυμα: προβολή
     δείτε τη λέξη διεπαφή χρήστη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.