αεροτοπογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αεροτοπογραφικός | η | αεροτοπογραφική | το | αεροτοπογραφικό |
| γενική | του | αεροτοπογραφικού | της | αεροτοπογραφικής | του | αεροτοπογραφικού |
| αιτιατική | τον | αεροτοπογραφικό | την | αεροτοπογραφική | το | αεροτοπογραφικό |
| κλητική | αεροτοπογραφικέ | αεροτοπογραφική | αεροτοπογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αεροτοπογραφικοί | οι | αεροτοπογραφικές | τα | αεροτοπογραφικά |
| γενική | των | αεροτοπογραφικών | των | αεροτοπογραφικών | των | αεροτοπογραφικών |
| αιτιατική | τους | αεροτοπογραφικούς | τις | αεροτοπογραφικές | τα | αεροτοπογραφικά |
| κλητική | αεροτοπογραφικοί | αεροτοπογραφικές | αεροτοπογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αεροτοπογραφικός < αεροτοπογραφία / αεροτοπογράφος + -ικός
Επίθετο
αεροτοπογραφικός
- που έχει σχέση με την αεροτοπογραφία ή τον αεροτοπογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αεροτοπογραφία, αέρας και τοπογραφία
Μεταφράσεις
αεροτοπογραφικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.