τοπογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τοπογραφώ < τοπογράφ(ος) + -ώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τοπογραφώ | τοπογραφούσα | θα τοπογραφώ | να τοπογραφώ | τοπογραφώντας | |
| β' ενικ. | τοπογραφείς | τοπογραφούσες | θα τοπογραφείς | να τοπογραφείς | (τοπογράφει) | |
| γ' ενικ. | τοπογραφεί | τοπογραφούσε | θα τοπογραφεί | να τοπογραφεί | ||
| α' πληθ. | τοπογραφούμε | τοπογραφούσαμε | θα τοπογραφούμε | να τοπογραφούμε | ||
| β' πληθ. | τοπογραφείτε | τοπογραφούσατε | θα τοπογραφείτε | να τοπογραφείτε | τοπογραφείτε | |
| γ' πληθ. | τοπογραφούν(ε) | τοπογραφούσαν(ε) | θα τοπογραφούν(ε) | να τοπογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τοπογράφησα | θα τοπογραφήσω | να τοπογραφήσω | τοπογραφήσει | ||
| β' ενικ. | τοπογράφησες | θα τοπογραφήσεις | να τοπογραφήσεις | τοπογράφησε | ||
| γ' ενικ. | τοπογράφησε | θα τοπογραφήσει | να τοπογραφήσει | |||
| α' πληθ. | τοπογραφήσαμε | θα τοπογραφήσουμε | να τοπογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | τοπογραφήσατε | θα τοπογραφήσετε | να τοπογραφήσετε | τοπογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | τοπογράφησαν τοπογραφήσαν(ε) |
θα τοπογραφήσουν(ε) | να τοπογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τοπογραφήσει | είχα τοπογραφήσει | θα έχω τοπογραφήσει | να έχω τοπογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τοπογραφήσει | είχες τοπογραφήσει | θα έχεις τοπογραφήσει | να έχεις τοπογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τοπογραφήσει | είχε τοπογραφήσει | θα έχει τοπογραφήσει | να έχει τοπογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τοπογραφήσει | είχαμε τοπογραφήσει | θα έχουμε τοπογραφήσει | να έχουμε τοπογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τοπογραφήσει | είχατε τοπογραφήσει | θα έχετε τοπογραφήσει | να έχετε τοπογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τοπογραφήσει | είχαν τοπογραφήσει | θα έχουν τοπογραφήσει | να έχουν τοπογραφήσει |
| |
Μεταφράσεις
τοπογραφώ
|
|
- τοπογραφώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.