κερατοειδής χιτώνας
Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία
- κερατοειδής χιτώνας < → δείτε τη λέξη κερατοειδής και χιτώνας
Πολυλεκτικός όρος
κερατοειδής χιτώνας αρσενικό και κερατοειδής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.