τεμπέλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τεμπέλης | η | τεμπέλα | το | τεμπέλικο |
| γενική | του | τεμπέλη | της | τεμπέλας | του | τεμπέλικου |
| αιτιατική | τον | τεμπέλη | την | τεμπέλα | το | τεμπέλικο |
| κλητική | τεμπέλη | τεμπέλα | τεμπέλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τεμπέληδες | οι | τεμπέλες | τα | τεμπέλικα |
| γενική | των | τεμπέληδων | — | των | τεμπέλικων | |
| αιτιατική | τους | τεμπέληδες | τις | τεμπέλες | τα | τεμπέλικα |
| κλητική | τεμπέληδες | τεμπέλες | τεμπέλικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τεμπέλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική tembel < περσική تنبل (tambal: τεμπέλης, νωθρός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /temˈbe.lis/
Επίθετο
τεμπέλης, -α, -ικο
Συγγενικά
Παράγωγα
Σύνθετα
Ουσιαστικό
τεμπέλης αρσενικό (θηλυκό: τεμπέλα)
- τεμπέλης
- (ιδιωματισμός, μεταφορικά) ο παίκτης παρτίδας πρέφας που διαδοχικά δεν παίζει όταν έρχεται η σειρά του να μοιράσει τα φύλλα της τράπουλας (όποτε σε παρτίδα παίζουν τέσσερις παίκτες, αντί των κανονικών τριών)
- μοίρασε, είναι η σειρά σου να γίνεις ο τεμπέλης
- (προφορικό) θήκη αντικειμένων ανάμεσα στο κάθισμα του οδηγού και του συνοδηγού του αυτοκινήτου, το υποβραχιόνιο
- κατά λάθος ξέχασα τα κλειδιά μου μέσα στον τεμπέλη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.