πρέφα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρέφα οι πρέφες
      γενική της πρέφας των (πρεφών)
    αιτιατική την πρέφα τις πρέφες
     κλητική πρέφα πρέφες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρέφα < (άμεσο δάνειο) ρωσική преферанс < γαλλική préférence

Ουσιαστικό

πρέφα θηλυκό

  1. χαρτοπαίγνιο
  2. τράπουλα με 32 φύλλα που χρησιμοποιείται για την πρέφα (1) και άλλα παρεμφερή με αυτήν παιχνίδια.

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • πρεφαδόρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.