lazy
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | lazy |
| συγκριτικός | lazier |
| υπερθετικός | laziest |
Ετυμολογία
- lazy < πρωτογερμανική *lasiwaz / *laskaz (αδύναμος, ασθενής) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *las- (αδύναμος)
Επίθετο
lazy (en)
- (κακόσημο) τεμπέλης, οκνηρός, που είναι απρόθυμος για δουλειά ή να είναι δραστήριος· που κάνει όσο το δυνατόν λιγότερα
- νωθρός, βαριεστημένος
Πολυλεκτικοί όροι
- lazy evaluation
- lazy eye
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.