οκνηρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οκνηρός | η | οκνηρή | το | οκνηρό |
| γενική | του | οκνηρού | της | οκνηρής | του | οκνηρού |
| αιτιατική | τον | οκνηρό | την | οκνηρή | το | οκνηρό |
| κλητική | οκνηρέ | οκνηρή | οκνηρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οκνηροί | οι | οκνηρές | τα | οκνηρά |
| γενική | των | οκνηρών | των | οκνηρών | των | οκνηρών |
| αιτιατική | τους | οκνηρούς | τις | οκνηρές | τα | οκνηρά |
| κλητική | οκνηροί | οκνηρές | οκνηρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οκνηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀκνηρός < ὄκνος (φόβος, δισταγμός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.kniˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐κνη‐ρός
Επίθετο
οκνηρός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.