υποβραχιόνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υποβραχιόνιο | τα | υποβραχιόνια |
| γενική | του | υποβραχιονίου & υποβραχιόνιου |
των | υποβραχιονίων |
| αιτιατική | το | υποβραχιόνιο | τα | υποβραχιόνια |
| κλητική | υποβραχιόνιο | υποβραχιόνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υποβραχιόνιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) θήκη αντικειμένων ανάμεσα στο κάθισμα του οδηγού και του συνοδηγού του αυτοκινήτου
- στην καινούρια του έκδοση έχουν προσθέσει και υποβραχιόνιο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υποβραχιόνιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.