αυτοκίνητο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτοκίνητο τα αυτοκίνητα
      γενική του αυτοκινήτου
& αυτοκίνητου
των αυτοκινήτων
    αιτιατική το αυτοκίνητο τα αυτοκίνητα
     κλητική αυτοκίνητο αυτοκίνητα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αυτοκίνητα σε δρόμο

Ετυμολογία

αυτοκίνητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αὐτοκίνητος (που κινείται μόνος του), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική automobile[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /af.toˈci.ni.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτοκίνητο

Ουσιαστικό

αυτοκίνητο ουδέτερο

Παράγωγα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.