οκνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οκνός | η | οκνή | το | οκνό |
| γενική | του | οκνού | της | οκνής | του | οκνού |
| αιτιατική | τον | οκνό | την | οκνή | το | οκνό |
| κλητική | οκνέ | οκνή | οκνό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οκνοί | οι | οκνές | τα | οκνά |
| γενική | των | οκνών | των | οκνών | των | οκνών |
| αιτιατική | τους | οκνούς | τις | οκνές | τα | οκνά |
| κλητική | οκνοί | οκνές | οκνά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οκνός < μεσαιωνική ελληνική οκνός < αρχαία ελληνική ὀκνέω / ὀκνῶ ή ὄκνος
Επίθετο
οκνός, -ή, -ό
- τεμπέλης
- Εἶναι περήφανη κι ὀκνή, καθὼς ὅλες οἱ γάτες (Νίκος Καββαδίας, Οι γάτες των φορτηγών)
- βραδυκίνητος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.