τεμπελόσκυλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τεμπελόσκυλο | τα | τεμπελόσκυλα |
| γενική | του | τεμπελόσκυλου | των | τεμπελόσκυλων |
| αιτιατική | το | τεμπελόσκυλο | τα | τεμπελόσκυλα |
| κλητική | τεμπελόσκυλο | τεμπελόσκυλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεμπελόσκυλο < τεμπέλ(ης) + -ό- + σκύλ(ος) + -ο
Προφορά
- ΔΦΑ : /tem.beˈlo.sci.lo/
Ουσιαστικό
τεμπελόσκυλο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.