αποφεύγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποφεύγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποφεύγω (αρχαία σημασία: ξεφεύγω).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + φεύγω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈfe.vɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποφεύγω

Ρήμα

αποφεύγω, αόρ.: απέφυγα, παθ.φωνή: αποφεύγομαι, π.αόρ.: αποφεύχθηκα

Αντώνυμα

Κλίση

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.