αργόσχολος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αργόσχολος | η | αργόσχολη | το | αργόσχολο |
| γενική | του | αργόσχολου | της | αργόσχολης | του | αργόσχολου |
| αιτιατική | τον | αργόσχολο | την | αργόσχολη | το | αργόσχολο |
| κλητική | αργόσχολε | αργόσχολη | αργόσχολο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αργόσχολοι | οι | αργόσχολες | τα | αργόσχολα |
| γενική | των | αργόσχολων | των | αργόσχολων | των | αργόσχολων |
| αιτιατική | τους | αργόσχολους | τις | αργόσχολες | τα | αργόσχολα |
| κλητική | αργόσχολοι | αργόσχολες | αργόσχολα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- αργόσχολα
- αργοσχολία
- αργοσχόλως
- → δείτε τις λέξεις αργός και σχόλη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.