τεμπέλιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεμπέλιασμα τα τεμπελιάσματα
      γενική του τεμπελιάσματος των τεμπελιασμάτων
    αιτιατική το τεμπέλιασμα τα τεμπελιάσματα
     κλητική τεμπέλιασμα τεμπελιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεμπέλιασμα < τεμπελιάζω + -μα

Ουσιαστικό

τεμπέλιασμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.