φιλόπονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλόπονος | η | φιλόπονη | το | φιλόπονο |
| γενική | του | φιλόπονου | της | φιλόπονης | του | φιλόπονου |
| αιτιατική | τον | φιλόπονο | τη | φιλόπονη | το | φιλόπονο |
| κλητική | φιλόπονε | φιλόπονη | φιλόπονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλόπονοι | οι | φιλόπονες | τα | φιλόπονα |
| γενική | των | φιλόπονων | των | φιλόπονων | των | φιλόπονων |
| αιτιατική | τους | φιλόπονους | τις | φιλόπονες | τα | φιλόπονα |
| κλητική | φιλόπονοι | φιλόπονες | φιλόπονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλόπονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλόπονος < (φίλος) φιλό- + -πονος (πόνος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈlo.po.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λό‐πο‐νος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φιλόπονος | τὸ | φιλόπονον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | φιλοπόνου | τοῦ | φιλοπόνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | φιλοπόνῳ | τῷ | φιλοπόνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φιλόπονον | τὸ | φιλόπονον | ||
| κλητική ὦ! | φιλόπονε | φιλόπονον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | φιλόπονοι | τὰ | φιλόπονᾰ | ||
| γενική | τῶν | φιλοπόνων | τῶν | φιλοπόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | φιλοπόνοις | τοῖς | φιλοπόνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | φιλοπόνους | τὰ | φιλόπονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | φιλόπονοι | φιλόπονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιλοπόνω | τὼ | φιλοπόνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φιλοπόνοιν | τοῖν | φιλοπόνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
- φιλοπονία
- φιλοπόνως (επίρρημα)
Πηγές
- φιλόπονος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλόπονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.