σωφρονιστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σωφρονιστήριον | τὰ | σωφρονιστήριᾰ |
| γενική | τοῦ | σωφρονιστηρίου | τῶν | σωφρονιστηρίων |
| δοτική | τῷ | σωφρονιστηρίῳ | τοῖς | σωφρονιστηρίοις |
| αιτιατική | τὸ | σωφρονιστήριον | τὰ | σωφρονιστήριᾰ |
| κλητική ὦ! | σωφρονιστήριον | σωφρονιστήριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωφρονιστηρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σωφρονιστηρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Αναφορές
- σώφρων - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σωφρονιστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.