προνοητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προνοητικός | η | προνοητική | το | προνοητικό |
| γενική | του | προνοητικού | της | προνοητικής | του | προνοητικού |
| αιτιατική | τον | προνοητικό | την | προνοητική | το | προνοητικό |
| κλητική | προνοητικέ | προνοητική | προνοητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προνοητικοί | οι | προνοητικές | τα | προνοητικά |
| γενική | των | προνοητικών | των | προνοητικών | των | προνοητικών |
| αιτιατική | τους | προνοητικούς | τις | προνοητικές | τα | προνοητικά |
| κλητική | προνοητικοί | προνοητικές | προνοητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προνοητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
προνοητικός, ή, -ό
- που έχει την τάση να φροντίζει εγκαίρως για κάτι προτού συμβεί
- οι προνοητικοί άνθρωποι παίρνουν μαζί τους ομπρέλα όταν έξω αστράφτει και βροντά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.