σαοφροσύνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- σαοφροσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σαοφροσύνη, -ης θηλυκό
- ποιητικός τύπος & επικός τύπος του σωφροσύνη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 13 (11-13)
- «μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν, οἵ τε δύνανται | ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ᾽ ἐόντα, | καί τε χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν·
- «Μανούλα μου, παλάβωσες, κάποιοι θεοί σ᾽ έχουν τρελάνει, | όσοι μπορούν να παλαβώνουν τον πιο φρόνιμο, | και πάλι φρόνιμο να κάνουνε τον σαλεμένο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν, οἵ τε δύνανται | ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ᾽ ἐόντα, | καί τε χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν·
- 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 30 (29-31)
- Τηλέμαχος δ᾽ ἄρα μιν πάλαι ᾔδεεν ἔνδον ἐόντα, | ἀλλὰ σαοφροσύνῃσι νοήματα πατρὸς ἔκευθεν, | ὄφρ᾽ ἀνδρῶν τίσαιτο βίην ὑπερηνορεόντων.»
- Το γνώριζε από μέρες ο Τηλέμαχος ότι κουρνιάζει εδώ, | αλλά τον συγκρατούσε η σωφροσύνη, κρύβοντας του πατέρα του το φρόνημα· | ωσότου εκείνος εκδικήθηκε των μνηστήρων την παράνομη βία.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Τηλέμαχος δ᾽ ἄρα μιν πάλαι ᾔδεεν ἔνδον ἐόντα, | ἀλλὰ σαοφροσύνῃσι νοήματα πατρὸς ἔκευθεν, | ὄφρ᾽ ἀνδρῶν τίσαιτο βίην ὑπερηνορεόντων.»
- 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 13 (11-13)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
Πηγές
- σωφροσύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σαοφροσύνη, σωφροσύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.