σωφρονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σωφρονισμός | οι | σωφρονισμοί |
| γενική | του | σωφρονισμού | των | σωφρονισμών |
| αιτιατική | τον | σωφρονισμό | τους | σωφρονισμούς |
| κλητική | σωφρονισμέ | σωφρονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σωφρονισμός < (ελληνιστική κοινή) σωφρονισμός < αρχαία ελληνική σωφρονίζω < σώφρων
Μεταφράσεις
σωφρονισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.