εγκρατής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκρατής | η | εγκρατής | το | εγκρατές |
| γενική | του | εγκρατούς* | της | εγκρατούς | του | εγκρατούς |
| αιτιατική | τον | εγκρατή | την | εγκρατή | το | εγκρατές |
| κλητική | εγκρατή(ς) | εγκρατής | εγκρατές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκρατείς | οι | εγκρατείς | τα | εγκρατή |
| γενική | των | εγκρατών | των | εγκρατών | των | εγκρατών |
| αιτιατική | τους | εγκρατείς | τις | εγκρατείς | τα | εγκρατή |
| κλητική | εγκρατείς | εγκρατείς | εγκρατή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εγκρατής, -ής, -ές (συγκριτικός: εγκρατέστερος· υπερθετικός: εγκρατέστατος)
- (λόγιο) που δείχνει αυτοσυγκράτηση ως προς τις (συνήθως σωματικές μα όχι μόνο) ηδονές και απολαύσεις και κυριαρχεί στα πάθη του
- (λόγιο) που γνωρίζει καλά κάτι, που το κατέχει σε μεγάλο βαθμό
Συγγενικά
- εγκράτεια
- εγκρατεύομαι
- → δείτε τις λέξεις εν και κράτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.