νηφάλιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νηφάλιος | η | νηφάλια | το | νηφάλιο |
| γενική | του | νηφάλιου | της | νηφάλιας | του | νηφάλιου |
| αιτιατική | τον | νηφάλιο | τη | νηφάλια | το | νηφάλιο |
| κλητική | νηφάλιε | νηφάλια | νηφάλιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νηφάλιοι | οι | νηφάλιες | τα | νηφάλια |
| γενική | των | νηφάλιων | των | νηφάλιων | των | νηφάλιων |
| αιτιατική | τους | νηφάλιους | τις | νηφάλιες | τα | νηφάλια |
| κλητική | νηφάλιοι | νηφάλιες | νηφάλια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νηφάλιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νηφάλιος (αρχαία σημασία: ποτό χωρίς ανάμειξη κρασιού)
Επίθετο
νηφάλιος, -α, -ο
- που δε βρίσκεται σε κατάσταση μέθης, ξεμέθυστος
- που διαθέτει ή χαρακτηρίζεται από διαύγεια πνεύματος
Συγγενικά
- νηφάλια (επίρρημα)
- νηφαλιότητα
- → δείτε και τη λέξη ανάνηψη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νηφάλιος | ἡ | νηφαλίᾱ & νηφάλιος |
τὸ | νηφάλιον |
| γενική | τοῦ | νηφαλίου | τῆς | νηφαλίᾱς & νηφαλίου |
τοῦ | νηφαλίου |
| δοτική | τῷ | νηφαλίῳ | τῇ | νηφαλίᾳ & νηφαλίῳ |
τῷ | νηφαλίῳ |
| αιτιατική | τὸν | νηφάλιον | τὴν | νηφαλίᾱν & νηφάλιον |
τὸ | νηφάλιον |
| κλητική ὦ! | νηφάλιε | νηφαλίᾱ & νηφάλιε |
νηφάλιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | νηφάλιοι | αἱ | νηφάλιαι & νηφάλιοι |
τὰ | νηφάλιᾰ |
| γενική | τῶν | νηφαλίων | τῶν | νηφαλίων & νηφαλίων |
τῶν | νηφαλίων |
| δοτική | τοῖς | νηφαλίοις | ταῖς | νηφαλίαις & νηφαλίοις |
τοῖς | νηφαλίοις |
| αιτιατική | τοὺς | νηφαλίους | τὰς | νηφαλίᾱς & νηφαλίους |
τὰ | νηφάλιᾰ |
| κλητική ὦ! | νηφάλιοι | νηφάλιαι & νηφάλιοι |
νηφάλιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νηφαλίω | τὼ | νηφαλίᾱ & νηφαλίω |
τὼ | νηφαλίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | νηφαλίοιν | τοῖν | νηφαλίαιν & νηφαλίοιν |
τοῖν | νηφαλίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
νηφάλιος, -α, ον & -ος, -ος, -ον
- (για ποτό) χωρίς ανάμειξη κρασιού, μη αλκοολούχος
- ξεμέθυστος
- (ελληνιστική σημασία) νηφάλιος που δεν είναι μεθύστακας
- (μεταφορικά) που διαθέτει ή χαρακτηρίζεται από διαύγεια πνεύματος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- νηφάλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νηφάλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.