σωφροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σωφροσύνη | οι | σωφροσύνες |
| γενική | της | σωφροσύνης | των | (σωφροσυνών) |
| αιτιατική | τη | σωφροσύνη | τις | σωφροσύνες |
| κλητική | σωφροσύνη | σωφροσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σωφροσύνη < αρχαία ελληνική σωφροσύνη < σώφρων σωφρον- + -σύνη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σώφρων
Μεταφράσεις
σωφροσύνη
|
|
Πηγές
- σωφροσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σωφροσύνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σωφροσῠνα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | σωφροσύνη | αἱ | σωφροσύναι | |
| γενική | τῆς | σωφροσύνης | τῶν | σωφροσυνῶν | |
| δοτική | τῇ | σωφροσύνῃ | ταῖς | σωφροσύναις | |
| αιτιατική | τὴν | σωφροσύνην | τὰς | σωφροσύνᾱς | |
| κλητική ὦ! | σωφροσύνη | σωφροσύναι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωφροσύνᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σωφροσύναιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
σωφροσύνη, -ης θηλυκό
- μετριοπάθεια, σύνεση
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 2, 364a
- πάντες γὰρ ἐξ ἑνὸς στόματος ὑμνοῦσιν ὡς καλὸν μὲν ἡ σωφροσύνη τε καὶ δικαιοσύνη, χαλεπὸν μέντοι καὶ ἐπίπονον, ἀκολασία δὲ καὶ ἀδικία ἡδὺ μὲν καὶ εὐπετὲς κτήσασθαι, δόξῃ δὲ μόνον καὶ νόμῳ αἰσχρόν
- Όλοι δηλαδή μ᾽ ένα στόμα κηρύττουν πως είναι βέβαια ωραίο πράγμα η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, δύσκολο όμως και κοπιαστικό· ενώ η ακολασία και η αδικία είναι μεν ευχάριστα και δε στοιχίζουν τίποτα να τ᾽ αποκτήσει κανείς, θεωρούνται όμως αισχρά κατά την ιδέα του κόσμου και από το νόμο·
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- πάντες γὰρ ἐξ ἑνὸς στόματος ὑμνοῦσιν ὡς καλὸν μὲν ἡ σωφροσύνη τε καὶ δικαιοσύνη, χαλεπὸν μέντοι καὶ ἐπίπονον, ἀκολασία δὲ καὶ ἀδικία ἡδὺ μὲν καὶ εὐπετὲς κτήσασθαι, δόξῃ δὲ μόνον καὶ νόμῳ αἰσχρόν
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 38
- Τοσοῦτον φόβον ἐκεῖνοι τοῖς πονηροῖς ἐνειργάσαντο καὶ τοιοῦτον μνημεῖον ἐν τῷ τόπῳ τῆς αὑτῶν ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης ἐγκατέλιπον.
- Τόσο μεγάλο φόβο είχαν ενσπείρει οι πρόγονοί μας στις ψυχές των φαύλων ανθρώπων και τέτοιο μνημείο της αρετής και της σωφροσύνης τους κληροδότησαν στον τόπο τούτο.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Τοσοῦτον φόβον ἐκεῖνοι τοῖς πονηροῖς ἐνειργάσαντο καὶ τοιοῦτον μνημεῖον ἐν τῷ τόπῳ τῆς αὑτῶν ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης ἐγκατέλιπον.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 2, 1104a
- φθείρεται δὴ σωφροσύνη καὶ ἡ ἀνδρεία ὑπὸ τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως, ὑπὸ δὲ τῆς μεσότητος σῴζεται.
- τη σωφροσύνη και την ανδρεία τις φθείρει η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ η μεσότητα τις σώζει.
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- φθείρεται δὴ σωφροσύνη καὶ ἡ ἀνδρεία ὑπὸ τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως, ὑπὸ δὲ τῆς μεσότητος σῴζεται.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 2, 364a
- (για σαρκικές επιθυμίες) εγκράτεια, αυτοκυριαρχία, αγνότητα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 196c
- εἶναι γὰρ ὁμολογεῖται σωφροσύνη τὸ κρατεῖν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, Ἔρωτος δὲ μηδεμίαν ἡδονὴν κρείττω εἶναι· εἰ δὲ ἥττους, κρατοῖντ᾽ ἂν ὑπὸ Ἔρωτος, ὁ δὲ κρατοῖ, κρατῶν δὲ ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν ὁ Ἔρως διαφερόντως ἂν σωφρονοῖ.
- Γιατί είναι κοινώς αποδεκτό ότι σωφροσύνη είναι η κυριαρχία στην ηδονή και τις επιθυμίες — ε λοιπόν, καμιά ηδονή δεν είναι ισχυρότερη από τον Έρωτα· και κατά συνέπεια, εφόσον είναι ασθενέστερες, θα είναι υποταγμένες στον Έρωτα κι αυτός θα τις έχει στην εξουσία του· κι εξουσιάζοντας ο Έρως τις ηδονές και τις επιθυμίες, κατέχει τη σωφροσύνη σε εξαιρετικό βαθμό.
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- εἶναι γὰρ ὁμολογεῖται σωφροσύνη τὸ κρατεῖν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, Ἔρωτος δὲ μηδεμίαν ἡδονὴν κρείττω εἶναι· εἰ δὲ ἥττους, κρατοῖντ᾽ ἂν ὑπὸ Ἔρωτος, ὁ δὲ κρατοῖ, κρατῶν δὲ ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν ὁ Ἔρως διαφερόντως ἂν σωφρονοῖ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 196c
- (για την πολιτική διακυβέρνηση) μετριοπαθής τρόπος διακυβέρνησης
- δωρικός τύπος : σωφροσύνα
- επικός τύπος : σᾰοφροσύνη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σώφρων
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σωφροσύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σωφροσύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.