σωφρονιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωφρονιστής οι σωφρονιστές
      γενική του σωφρονιστή των σωφρονιστών
    αιτιατική τον σωφρονιστή τους σωφρονιστές
     κλητική σωφρονιστή σωφρονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σωφρονιστής <  δείτε τη λέξη σωφρονίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /so.fɾo.nisˈtis/

Ουσιαστικό

σωφρονιστής αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.