σωφρονιστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σωφρονιστήριο τα σωφρονιστήρια
      γενική του σωφρονιστηρίου
& σωφρονιστήριου
των σωφρονιστηρίων
    αιτιατική το σωφρονιστήριο τα σωφρονιστήρια
     κλητική σωφρονιστήριο σωφρονιστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σωφρονιστήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σωφρονιστήριον < σωφρονίζω (σωφρονισ- + -τήριον) < σώφρων[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /so.fɾo.niˈsti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σωφρονιστήριο

Ουσιαστικό

σωφρονιστήριο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σώφρων - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.