σωφρονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σωφρονίζω < αρχαία ελληνική σωφρονίζω < σώφρων
Ρήμα
σωφρονίζω (παθητική φωνή: σωφρονίζομαι)
Συγγενικά
- σωφρονισμός
- σωφρονιστήρας
- σωφρονιστήριο
- σωφρονιστής
- σωφρονιστικά
- σωφρονιστικός
- → δείτε τις λέξεις σώφρων, σώος, φρένες και φρήν
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σωφρονίζω | σωφρόνιζα | θα σωφρονίζω | να σωφρονίζω | σωφρονίζοντας | |
| β' ενικ. | σωφρονίζεις | σωφρόνιζες | θα σωφρονίζεις | να σωφρονίζεις | σωφρόνιζε | |
| γ' ενικ. | σωφρονίζει | σωφρόνιζε | θα σωφρονίζει | να σωφρονίζει | ||
| α' πληθ. | σωφρονίζουμε | σωφρονίζαμε | θα σωφρονίζουμε | να σωφρονίζουμε | ||
| β' πληθ. | σωφρονίζετε | σωφρονίζατε | θα σωφρονίζετε | να σωφρονίζετε | σωφρονίζετε | |
| γ' πληθ. | σωφρονίζουν(ε) | σωφρόνιζαν σωφρονίζαν(ε) |
θα σωφρονίζουν(ε) | να σωφρονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σωφρόνισα | θα σωφρονίσω | να σωφρονίσω | σωφρονίσει | ||
| β' ενικ. | σωφρόνισες | θα σωφρονίσεις | να σωφρονίσεις | σωφρόνισε | ||
| γ' ενικ. | σωφρόνισε | θα σωφρονίσει | να σωφρονίσει | |||
| α' πληθ. | σωφρονίσαμε | θα σωφρονίσουμε | να σωφρονίσουμε | |||
| β' πληθ. | σωφρονίσατε | θα σωφρονίσετε | να σωφρονίσετε | σωφρονίστε | ||
| γ' πληθ. | σωφρόνισαν σωφρονίσαν(ε) |
θα σωφρονίσουν(ε) | να σωφρονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σωφρονίσει | είχα σωφρονίσει | θα έχω σωφρονίσει | να έχω σωφρονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σωφρονίσει | είχες σωφρονίσει | θα έχεις σωφρονίσει | να έχεις σωφρονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σωφρονίσει | είχε σωφρονίσει | θα έχει σωφρονίσει | να έχει σωφρονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σωφρονίσει | είχαμε σωφρονίσει | θα έχουμε σωφρονίσει | να έχουμε σωφρονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σωφρονίσει | είχατε σωφρονίσει | θα έχετε σωφρονίσει | να έχετε σωφρονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σωφρονίσει | είχαν σωφρονίσει | θα έχουν σωφρονίσει | να έχουν σωφρονίσει |
| |
Μεταφράσεις
σωφρονίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.