σωφρονιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωφρονιστικός η σωφρονιστική το σωφρονιστικό
      γενική του σωφρονιστικού της σωφρονιστικής του σωφρονιστικού
    αιτιατική τον σωφρονιστικό τη σωφρονιστική το σωφρονιστικό
     κλητική σωφρονιστικέ σωφρονιστική σωφρονιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωφρονιστικοί οι σωφρονιστικές τα σωφρονιστικά
      γενική των σωφρονιστικών των σωφρονιστικών των σωφρονιστικών
    αιτιατική τους σωφρονιστικούς τις σωφρονιστικές τα σωφρονιστικά
     κλητική σωφρονιστικοί σωφρονιστικές σωφρονιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σωφρονιστικός < σωφρονισμός + -ιστικός

Προφορά

ΔΦΑ : /so.fɾo.nis.tiˈkos/

Επίθετο

σωφρονιστικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με το σωφρονισμό ή αναφέρεται σε αυτόν (ιδίως αναφορικά με τις φυλακές)

Πολυλεκτικοί όροι

  • σωφρονιστικό κατάστημα: κάθε είδους φυλακή
  • σωφρονιστικός υπάλληλος: κάθε δεσμοφύλακας και μέλος του λοιπού προσωπικού που απασχολείται στα σωφρονιστικά καταστήματα
  • σωφρονιστικό δίκαιο: οι νόμοι και οι σχετικές διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία των σωφρονιστικών καταστημάτων
    επίσης: σωφρονιστική νομοθεσία, σωφρονιστικός κώδικας
  • σωφρονιστικό σύστημα: το σύστημα λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.