σωφρονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σωφρονιστικός | η | σωφρονιστική | το | σωφρονιστικό |
| γενική | του | σωφρονιστικού | της | σωφρονιστικής | του | σωφρονιστικού |
| αιτιατική | τον | σωφρονιστικό | τη | σωφρονιστική | το | σωφρονιστικό |
| κλητική | σωφρονιστικέ | σωφρονιστική | σωφρονιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σωφρονιστικοί | οι | σωφρονιστικές | τα | σωφρονιστικά |
| γενική | των | σωφρονιστικών | των | σωφρονιστικών | των | σωφρονιστικών |
| αιτιατική | τους | σωφρονιστικούς | τις | σωφρονιστικές | τα | σωφρονιστικά |
| κλητική | σωφρονιστικοί | σωφρονιστικές | σωφρονιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σωφρονιστικός < σωφρονισμός + -ιστικός
Επίθετο
σωφρονιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το σωφρονισμό ή αναφέρεται σε αυτόν (ιδίως αναφορικά με τις φυλακές)
Πολυλεκτικοί όροι
- σωφρονιστικό κατάστημα: κάθε είδους φυλακή
- σωφρονιστικός υπάλληλος: κάθε δεσμοφύλακας και μέλος του λοιπού προσωπικού που απασχολείται στα σωφρονιστικά καταστήματα
- σωφρονιστικό δίκαιο: οι νόμοι και οι σχετικές διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία των σωφρονιστικών καταστημάτων
- σωφρονιστικό σύστημα: το σύστημα λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων
Μεταφράσεις
σωφρονιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.