ασυντρόφευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυντρόφευτος | η | ασυντρόφευτη | το | ασυντρόφευτο |
| γενική | του | ασυντρόφευτου | της | ασυντρόφευτης | του | ασυντρόφευτου |
| αιτιατική | τον | ασυντρόφευτο | την | ασυντρόφευτη | το | ασυντρόφευτο |
| κλητική | ασυντρόφευτε | ασυντρόφευτη | ασυντρόφευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυντρόφευτοι | οι | ασυντρόφευτες | τα | ασυντρόφευτα |
| γενική | των | ασυντρόφευτων | των | ασυντρόφευτων | των | ασυντρόφευτων |
| αιτιατική | τους | ασυντρόφευτους | τις | ασυντρόφευτες | τα | ασυντρόφευτα |
| κλητική | ασυντρόφευτοι | ασυντρόφευτες | ασυντρόφευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυντρόφευτος < α- στερητικό + συντροφεύω
Επίθετο
ασυντρόφευτος, -η, -ο
- ο απομακρυσμένος, ξεμοναχιασμένος
- ο χωρίς σύντροφο ή συντροφιά
- περνά τις μέρες του στην ερημιά, μόνος και ασυντρόφευτος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.