προσφώνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσφώνηση | οι | προσφωνήσεις |
| γενική | της | προσφώνησης* | των | προσφωνήσεων |
| αιτιατική | την | προσφώνηση | τις | προσφωνήσεις |
| κλητική | προσφώνηση | προσφωνήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσφωνήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσφώνηση < προσ- + φώνηση
Ουσιαστικό
προσφώνηση θηλυκό
- τρόπος με τον οποίο πρέπει να απευθύνεται κανείς σε αξιωματούχους, σύμφωνα με τις τοπικές συνήθειες / το πρωτόκολλο
- λόγος μικρής διάρκειας, συνήθως για χαιρετισμό
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.